- σωβινιστικός
- [совинистикос]εκ. шовинистический,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
σωβινιστικός — και σοβινιστικός, ή, ό, Ν [σωβινιστής] ο σχετικός με τον σωβινιστή ή με τον σωβινισμό … Dictionary of Greek
σοβινιστικός — ή, ό, Ν βλ. σωβινιστικός … Dictionary of Greek